καθρεφτάς

καθρεφτάς
ο [καθρέφτης]
αυτός που κατασκευάζει ή πουλάει καθρέφτες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καθρεφτάς — ο αυτός που κατασκευάζει ή πουλά καθρέφτες: Στη γειτονιά μου υπάρχει ένας καθρεφτάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθρεφτάδικο — το [καθρεφτάς] κατάστημα στο οποίο κατασκευάζονται ή πουλιούνται καθρέφτες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”